- αποπροθε
- ἀπόπροθεἀπό-προθε(ν)adv. издали, вдали Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόπροθε — ἀπόπροθε κ. θεν επίρρ. (Α) 1. από μακριά 2. μακριά από κάτι («άπόπροθε οφθαλμῶν») … Dictionary of Greek
ἀπόπροθε — from afar indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπροθεν — ἀπόπροθε from afar indeclform (adverb) ἀπόπροθεν from afar indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπροσθεν — ἀπόπροσθεν επίρρ. (Α) απόπροθε* … Dictionary of Greek